- τῑμαρχία
- τῑμ-αρχία, ἡ, die Würde des römischen Censors
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τιμαρχία — τιμαρχίᾱ , τιμαρχία censoria potestas fem nom/voc/acc dual τιμαρχίᾱ , τιμαρχία censoria potestas fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμαρχία — ἡ, Α·1. η τιμοκρατία 2. το αξίωμα τού Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek
τιμαρχίας — τιμαρχίᾱς , τιμαρχία censoria potestas fem acc pl τιμαρχίᾱς , τιμαρχία censoria potestas fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμαρχίαν — τιμαρχίᾱν , τιμαρχία censoria potestas fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek